- αμυγδαλέλαιο(ν)
- το миндальное масло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμυγδαλέλαιο — το Χημ. το αμυγδαλόλαδο* … Dictionary of Greek
έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… … Dictionary of Greek
αμυγδαλόλαδο — ή αμυγδαλέλαιο, το Χημ. έλαιο το οποίο λαμβάνεται από τα γλυκά αμύγδαλα. Είναι ελαιώδες υγρό, ανοιχτοκίτρινου χρώματος, λεπτόρρευστο, άοσμο, με ιδιαίτερη γεύση. Το ειδικό βάρος του είναι 0, 915 ώς 0, 920 … Dictionary of Greek
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek
σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… … Dictionary of Greek
ελαΐνη — Ελαϊκός εστέρας της γλυκερίνης, συνηθέστερα ο τριελαϊκός εστέρας ή τριελαΐνη. Η τριελαΐνη είναι υγρό ελάχιστα διαλυτό στην αλκοόλη και ευδιάλυτο στον αιθέρα, στο βενζόλιο κ.ά. Αποτελεί ένα από τα συστατικά των λιπαρών υλών, βρίσκεται κυρίως στο… … Dictionary of Greek